- εχεγλωττία
- ἐχεγλωττία, ἡ (Α)εγκράτεια στη γλώσσα, σιωπή, σιγήη λ. πλάστηκε από τον Λουκιανό κατά το ἐκεχειρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε-* (< έχω I) + -γλωττία < -γλωττος < γλώττα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐχεγλωττίας — ἐχεγλωττίᾱς , ἐχεγλωττία tongue truce fem acc pl ἐχεγλωττίᾱς , ἐχεγλωττία tongue truce fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχεγλωττίαν — ἐχεγλωττίᾱν , ἐχεγλωττία tongue truce fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek